- εὐθυντικός
- εὐθῡν-τικός, ή, όν,A of or for the conduct of εὔθυνα (q.v.),
εἶδος δικαστηρίων Arist.Pol.1300b19
; λόγος εὐ. D.H.Din. 11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἶδος δικαστηρίων Arist.Pol.1300b19
; λόγος εὐ. D.H.Din. 11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθυντικός — εὐθυντικός, ή, όν (Α) [ευθυντής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευθύνη ή «τὰς εὐθύνας» τών αρχόντων («λόγος εὐθυντικός», «δικαστήριον εὐθυντικόν») … Dictionary of Greek
εὐθυντικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυντικόν — εὐθυντικός of masc acc sg εὐθυντικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)